- αποπροσανατολίζω
- desorientieren
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αποπροσανατολίζω — αποπροσανατολίζω, αποπροσανατόλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποπροσανατολισμός — ο η απώλεια του προσανατολισμού, η ηθελημένη εξώθηση κάποιου (από κάποιον άλλο) να επικεντρώσει την προσοχή του σε κάτι το ασήμαντο: Η κυβέρνηση επιδιώκει τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Ρ. αποπροσανατολίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)